- μαγείρευμα
- μαγείρευμαthat which is cookedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαγειρεύμασιν — μαγείρευμα that which is cooked neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρεύματα — μαγείρευμα that which is cooked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγείρεμα — και μαγείρευμα, μαγέρεμα, το (AM μαγείρευμα, Μ και μαγείρεμα και μαγέρεμα) [μαγειρεύω] το μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. 1. η ενέργεια τού μαγειρεύω, η παρασκευή φαγητού 2. μτφ. δολοπλοκία, καταδολίευση, μηχανορραφία νεοελλ. μσν. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
μαγειρειά — και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) [μαγειρεύω] μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια») νεοελλ.… … Dictionary of Greek
παρεμπλοκή — ἡ, ΜΑ [παρεμπλέκω] 1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο 2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού 3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών 4. α) παρεμβολή β) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη… … Dictionary of Greek
φάβα — Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι. * * * (I) η, ΝΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek